στρουθός
Смотреть что такое "στρουθός" в других словарях:
στρουθός — sparrow masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροῦθος — στρουθός sparrow masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθός — ο, ΝΜΑ και στρουθός, ἡ, Α (λόγιος τ.) ο σπουργίτης αρχ. 1. γενική ονομασία τών μή κατοικίδιων πτηνών 2. (ως αρσ.) α) το φυτό στρούθειον* β) (για πρόσ.) μτφ. (κατά τον Ησύχ.) λάγνος, ασελγής και ακόλαστος άνθρωπος, επειδή και τα παραπάνω πτηνά… … Dictionary of Greek
στρουθοῖο — στρουθός sparrow masc/fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθοῖς — στρουθός sparrow masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθοί — στρουθός sparrow masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθοῦ — στρουθός sparrow masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθούς — στρουθός sparrow masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθέ — στρουθός sparrow masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθῶν — στρουθός sparrow masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθῷ — στρουθός sparrow masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)